Αν και μετράει μόλις τρία χρόνια ζωής, η Vivante Health, η νεοφυής εταιρεία που ιδρύθηκε από τον δρα Κίμωνα Αγγελίδη το 2016, επιχειρεί να γίνει κορυφαία στο είδος της ποντάροντας στις δυνατότητες της χώρας μας.
Παρότι λόγω της «αμερικανικής» προέλευσής της δεν είναι ακόμη ευρέως γνωστή στην εγχώρια αγορά, η Vivante Health, με παρουσία στο Χιούστον αλλά και στην Αθήνα, έχει ήδη διαγράψει σημαντική πορεία στον κλάδο της παροχής ψηφιακών υπηρεσιών υγείας. Έχοντας ως στόχο να καταγράψει έσοδα άνω των 12 εκατ. δολ. για το 2020, η εταιρεία έχει λάβει μέχρι στιγμής χρηματοδότηση ύψους 18 εκατ. δολ. από ξένα funds, με την αξία της να αποτιμάται στα 50 εκατ. δολ. Η Vivante Health τελεί υπό τη «στενή παρακολούθηση» της Johnson & Johnson, καθώς η αμερικανική φαρμακοβιομηχανία τη φιλοξενεί σε ένα από τα ερευνητικά κέντρα της στο Χιούστον. Σύντομα, μάλιστα, αναμένεται να συνεργαστούν στο πλαίσιο του προγράμματος World Without Disease.Στην άλλη πλευρά του... Ατλαντικού, στη λεωφόρο Αμαλίας, ακριβώς απέναντι από το Ζάππειο, στεγάζονται τα γραφεία της στην Αθήνα. Σε αυτά δουλεύουν περίπου 25 εργαζόμενοι, από τους συνολικά 80 που απασχολεί η εταιρεία, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί μέσα στο επόμενο διάστημα, καθώς θα προστεθούν και άλλα μέλη στην ομάδα. «Θέλω να δημιουργήσω μία παγκοσμίου φήμης εταιρεία στην Αθήνα και να αποδείξω πόσο ταλαντούχα παιδιά έχει η χώρα», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Αγγελίδης. Τι είναι, όμως, αυτό που προσδίδει στη νεοφυή εταιρεία τα χαρακτηριστικά μιας startup διεθνούς εμβέλειας;
«Η Vivante Health έχει ως βασικό στόχο την παροχή βοήθειας σε όσους υποφέρουν από παθήσεις που θεωρούνται ταμπού, όπως η πεπτική δυσλειτουργία», αναφέρει ο κ. Αγγελίδης, εξηγώντας ότι ο λόγος που ασχολήθηκε με αυτόν τον κλάδο είναι διότι τέτοια προβλήματα είναι πολύ συνηθισμένα, «δεδομένου ότι, μόνο στις ΗΠΑ, 70 εκατ. άτομα υποφέρουν από διαταραχές που αφορούν το έντερο και το στομάχι». Οι εντατικοί ρυθμοί ζωής, το άγχος, η κακή διατροφή επηρεάζουν το πεπτικό σύστημα των ατόμων, με τα συμπτώματα να τους επιβαρύνουν για χρόνια. «Υπάρχουν άτομα με σύνδρομο Κρον, που δίνουν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε φαρμακευτικές αγωγές για χρόνια, χωρίς πολλές φορές να κατορθώνουν να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους», λέει ο κ. Αγγελίδης. Αντίθετα, η Vivante Health έχει αναπτύξει ένα ολιστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης προβλημάτων τέτοιας φύσης, το GI Thrive, το οποίο βασίζεται στη μείωση της χρήσης και χορήγησης φαρμάκων.
«Παρακολουθούμε την κατάσταση του πεπτικού συστήματος του ασθενούς από μια απλή και εύχρηστη συσκευή που έχουμε αναπτύξει, η οποία αναλύει την αναπνοή του και αποκαλύπτει πόσο ενεργό είναι το πεπτικό του σύστημα. Έτσι, η πληροφορία αποθηκεύεται στο cloud και ενημερώνουμε τον ασθενή για τις τροφές που θα πρέπει να αποφύγει, λαμβάνοντας υπόψη τα βακτήρια που υπάρχουν στην περιοχή καθώς και την κατάσταση του πεπτικού του συστήματος. Στόχος μας, λοιπόν, είναι να μειωθούν οι ενοχλήσεις και τα συμπτώματα που έχει ο ασθενής σε αυτή την περιοχή». Οι υπηρεσίες τους, όμως, εκτείνονται έως και την παροχή ψυχολογικής στήριξης, αφού τέτοιου είδους προβλήματα είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση του ασθενούς. «Χρησιμοποιούμε αξιόπιστες ιατρικές μεθόδους επιστρατεύοντας ψηφιακές ιατρικές και θεραπευτικές λύσεις. Μετατρέπουμε, δηλαδή, το λογισμικό που έχουμε αναπτύξει σε φαρμακευτική θεραπεία», αναφέρει ο ίδιος.
Η Vivante Health απευθύνεται σε εργοδότες, τόσο σε μεγάλες επιχειρήσεις όσο και σε οργανισμούς παροχής υπηρεσιών υγείας. Τα έσοδά της προέρχονται δηλαδή από τα συμβόλαια που κλείνει με τον εκάστοτε εργοδότη, ο οποίος με τη σειρά του προσφέρει αυτά τα προγράμματα που αφορούν την πεπτική δυσλειτουργία στους εργαζομένους. Ενδεικτικά, στο «χαρτοφυλάκιό» της περιλαμβάνονται η αμερικανική MGM Resorts που απασχολεί 70.000 εργαζομένους, η Employer Health Innovation Roundtable που ως οργανισμός παρέχει υπηρεσίες υγείας σε κορυφαίες αμερικανικές εταιρείες (όπως η United Airlines, η Boeing, η εταιρεία λιανικής Target, η εταιρεία τηλεπικοινωνιών Comcast, η Disney), η HealthScope που μετρά 1 εκατ. μέλη κ.ά.
Πώς δημιουργήθηκε
Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως καθηγητής Βιολογίας σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ο κ. Αγγελίδης αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στον χώρο των επιχειρήσεων. Η δε Vivante Health δεν αποτελεί την πρώτη του επιχειρηματική προσπάθεια, αφού είχε προηγηθεί η ίδρυση της EOS Health το 2008, η οποία το 2014 μετονομάστηκε σε Livongo, έχοντας ως βασικό έργο την παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη. Τον περασμένο Ιούλιο, η εταιρεία εντάχθηκε στο χρηματιστήριο του Nasdaq, με την αρχική δημόσια εγγραφή της να υπερβαίνει τις προσδοκίες, αντλώντας 355 εκατ. δολ. Η δε αποτίμησή της φθάνει σήμερα περίπου τα 3 δισ. «Το 2014, ένα χρόνο πριν αποχωρήσω από την εταιρεία, αποφάσισα να δημιουργήσω μια ισχυρή ομάδα για να αναλάβει τη διοίκησή της. Έπεισα λοιπόν τον Γκλεν Τούλμαν να αναλάβει CEO, εγώ έλαβα τη θέση του ιδρυτή και chief scientific officer και χτίσαμε μια ισχυρή ομάδα management», επισημαίνει. «Επέλεξα να αποσυρθώ διότι ήθελα να δημιουργήσω μία καινούργια εταιρεία για την αντιμετώπιση περίπλοκων ασθενειών. Παρά την κρίση, συμπεριέλαβα στα σχέδιά μου την Ελλάδα, ώστε να συμβάλω, με τον τρόπο μου, στην ανάκαμψη της χώρας». Κάπως έτσι προέκυψε και η Vivante Health.
0 commentaires:
Enregistrer un commentaire