Η προσφυγική κρίση «χτύπησε» την πόρτα της Καβάλας γύρω στις αρχές του 2016 όταν είχαν κλείσει τα σύνορα στην Ειδομένη και χιλιάδες πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν στην ελληνική μεθόριο και σε πύλες εισόδου στην Ελλάδα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι χιλιάδες πρόσφυγες που διέρχονταν από την Καβάλα διαμέσου του επιβατικού λιμένα «Απόστολος Παύλος» ταξίδευαν κανονικά για τον επόμενο σταθμό του μακρινού και επίπονου ταξιδιού τους. Αυτή η μετακίνηση σταμάτησε για περίπου 1000 πρόσφυγες το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου 2016, όταν εγκλωβίστηκαν στην Καβάλα. Κι έπρεπε κάπου να διανυκτερεύσουν.
Στη μακρά προσφυγική ιστορία της Καβάλας, εκείνοι οι πρόσφυγες, που αναζητούσαν καταφύγιο το βράδυ του Φεβρουαρίου του 2016, είχαν πολλά κοινά στοιχεία με κάποιους άλλους πρόσφυγες. Πρόσφυγες που κατέφθασαν στην πόλη δεκάδες χρόνια πριν, το 1922 και αποβιβάστηκαν στο ίδιο λιμάνι. Όσοι από αυτούς έμειναν για πάντα εκεί, αντίκρισαν τη νέα τους πατρίδα. Οι υπόλοιποι μετακινήθηκαν προς άλλους προσφυγικούς οικισμούς στην ενδοχώρα.
Μπορεί οι πρόσφυγες του 2016 να μην αντίκρισαν μέσα από τα λεωφορεία τον άνυδρο, μικρό και φτωχό ξερότοπο, που πρωτοείδαν εκείνοι του 1922 (και τους προκάλεσε μεγάλη θλίψη, αφού άφησαν πίσω τους έναν πλούσιο και κοσμοπολίτικο τόπο), ωστόσο οι ανάγκες τους ήταν ίδιες.
Σήμερα, 96 χρόνια μετά την αποβίβαση των χιλιάδων προσφυγών στο λιμάνι της Καβάλας από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο και μόλις τρία χρόνια από την αποβίβαση εκείνων των χιλίων προσφύγων, που άφησαν πίσω τις δικές τους πατρίδες, ένας χώρος θυμίζει πλέον σε όλους την πικρή και δύσκολη αλήθεια αυτών των ανθρώπων. Θυμίζει όσα άφησαν πίσω τους και όσα έφεραν μαζί τους.
Η παρουσία εκατοντάδων ανθρώπων στα εγκαίνια του νέου κτιρίου που παραχώρησε ο Δήμος Καβάλας, για να στεγάσει το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, καταδεικνύει περίτρανα ότι η προσφυγιά είναι ένα θέμα που αγγίζει όλους. Όσους προέρχονται από προσφυγικές οικογένειες, όσους έζησαν δίπλα σε πρόσφυγες και μοιράστηκαν την ίδια πόλη, όσους είδαν τη ζωή και την κοινωνία τους να μεταβάλλεται από την παρουσία των προσφύγων.
Το κτίριο που στεγάζει το μουσείο βρίσκεται κοντά σ’ ένα από τα εμβληματικότερα μνημεία της Καβάλας, τις Καμάρες - το μεσαιωνικό υδραγωγείο- και σε αυτό φιλοξενήθηκαν δεκάδες οικογένειες προσφύγων και απόγονοι εκείνων των οικογενειών όταν ήρθαν στην Καβάλα το 1922.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι στην ξεχωριστή γιορτή των εγκαινίων, τη γεμάτη μνήμες, ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε η ανάγνωση μιας μαρτυρίας, προερχόμενης από μια κυρία που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στο κτίσμα, που σήμερα όχι μόνο διασώζει ένας μέρος της ιστορίας αλλά στέλνει πολλαπλά μηνύματα σε όσους πιστεύουν ότι το προσφυγικό ζήτημα δεν τους άφορα.
«Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος»
Μια τυπωμένη προκήρυξη με ημερομηνία 12 Μαΐου 1923 της τοπικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων "Προς τους εν Καβάλλα διαμένοντας πρόσφυγας" έγραφε μεταξύ άλλων πολύ ενδιαφέροντων στοιχείων:
«Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
Όσοι μένετε στις καπναποθήκες πρέπει να φύγετε το γρηγορώτερο, γιατί τώρα το καλοκαίρι με τες ζέσταις θα πέσουν αρρώστειες.
Όσοι είναι Γεωργοί πρέπει να πάνε στα τούρκικα χωριά όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν.
Οι Θαλασσινοί, Περάμιοι και Γανοχωρίτες πρέπει να πάνε στας Ελευθεράς. Η κυβέρνησις μας έστειλε 400 χιλ. δραχμάς για να κτισθούν τα σπίτια των Ελευθερών και θα μας δώση και καΐκια για να μεταφέρετε τα πράγματά σας. [...]
Εις το τέλος του μηνός όσοι μένουν στες Καπναποθήκες θα διαγραφούν από τους καταλόγους της Περιθάλψεως και δεν θα παίρνουν ούτε αλεύρι, ούτε ψωμί, ούτε τίποτε.
Από τις 10 Ιουνίου θ’ αρχίσωμε με τη βία και με την Αστυνομία να αδειάζωμε τες Καπναποθήκες. [...]».
Η Επιτροπή λοιπόν επισημαίνει επιτακτικά ότι η Καβάλα «πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος». Πόσος άραγε; Η πρώτη, ατελής απογραφή των αστών προσφύγων έγινε το καλοκαίρι του 1923, αλλά τα στοιχεία της Καβάλας παραμένουν άγνωστα. Το Νοέμβριο του 1924 ο υπουργός Μπακάλμπασης δήλωνε ότι «υπάρχουν σήμερον εντός της Καβάλλας 60.000 πρόσφυγες και τα ατμόπλοια εξακολουθούν να αποβιβάζουν. Πού βαίνομεν αδυνατώ να προΐδω». Λίγο αργότερα ο ανταποκριτής της δραμινής εφημερίδας «Θάρρος» στην Καβάλα και η καβαλιώτικη εφημερίδα «Κήρυξ» έγραφαν ότι την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής η πόλη συγκέντρωνε 75.000 κατοίκους.
«Η μετακίνηση του προσφυγικού πληθυσμού της Καβάλας στην αγροτική ενδοχώρα», σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο ιστορικός συγγραφέας και πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Κυριάκος Λυκουρίνος, «ήταν μόνιμο αίτημα των αρχών και του τύπου της πόλης από τους πρώτους κιόλας μήνες. Όπως είναι ευνόητο, με τον ερχομό χιλιάδων ανθρώπων η πόλη δέχτηκε έναν ισχυρό κλονισμό. Σε όλα τα σημεία της, ακόμη και στα κεντρικότερα, φύτρωσαν σκηνές και άθλια παραπήγματα. Οι καπναποθήκες, τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα τζαμιά κατακλύστηκαν από πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να αποδιοργανωθεί η οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι γηγενείς νοικοκυραίοι είδαν την ανθρώπινη δυστυχία να σκιάζει την καθημερινότητά τους, φοβήθηκαν το ετερόκλητο πλήθος των ξένων, τη βρωμιά και τις αρρώστιες τους. Οι αστοί είδαν την εξαθλιωμένη προσφυγιά να καταλαμβάνει τις λέσχες, τα κέντρα διασκέδασης, τα ξενοδοχεία, τους κινηματογράφους, όλους τους δημόσιους χώρους ακόμη και τα σπίτια τους. Οι φτωχοί ένιωσαν αδικημένοι, καθώς είδαν την κρατική μέριμνα να στρέφεται στους νεοφερμένους. Οι γυναίκες φοβήθηκαν ότι οι νόστιμες προσφυγοπούλες θα "κλέψουν" τους άνδρες και τα παιδιά τους. Την ίδια ώρα οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον εφιάλτη που έζησαν και αναζητούσαν απεγνωσμένα τα απολύτως αναγκαία όπως την ανύπαρκτη στέγη, το λιγοστό νερό, τα υπερτιμημένα τρόφιμα, τα ρούχα για να καλύψουν τη γύμνια τους, τα απαραίτητα φάρμακα».
Η σύσταση του Μουσείου, ένα έργο δύσκολο
Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού, στο νέο κτίριο όπου φιλοξενείται πλέον, μπορεί να είναι μικρό, αλλά φανερώνει το μεγαλείο του προσφυγικού ελληνισμού παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για το μακρύ ταξίδι των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία προς τη Μητέρα Ελλάδα.
Όπως εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η σημερινή πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Σοφία Τσίγκου, «τον Μάρτιο του 2009 ο Σύλλογος Μικρασιατών μας έλαβε την απόφαση δημιουργίας στην Καβάλα ενός "μουσείου μνήμης" για τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής, για τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, για τον αγώνα των προγόνων τους να ριζώσουν στη νέα πατρίδα τους και να αρχίσουν μια νέα ζωή. Έτσι, με την πρωτοβουλία των μετέπειτα εφόρων του Μουσείου, άρχισε η αναζήτηση κειμηλίων και κάθε λογής αντικειμένων, που είτε προήλθαν από τις παλιές πατρίδες είτε αποκτήθηκαν εδώ στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων στην Καβάλα και στην ευρύτερη περιοχή της».
«Το έργο της συλλογής ήταν δύσκολο», συνεχίζει η κ. Τσίγκου, «καθώς οι δωρητές ήταν συναισθηματικά δεμένοι με τα προγονικά κληροδοτήματα και δυσκολεύονταν να τα αποχωριστούν. Άλλοι πάλι δεν είχαν πειστεί για τη σοβαρότητα της προσπάθειάς μας. Με τον καιρό όμως διαλύθηκαν οι επιφυλάξεις και άρχισε να συγκεντρώνεται ένας πραγματικός πλούτος. Τα αντικείμενα αρχικά φυλάσσονταν σε νοικιασμένες αποθήκες μέχρι τη στιγμή που ένα μέλος του Συλλόγου παραχώρησε το πατρικό της σπίτι για το σκοπό αυτό».
Έτσι, βήμα - βήμα, μέσα σε τέσσερα χρόνια, αθόρυβα και συστηματικά στήθηκε το «Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού» της Καβάλας.
Τον Μάρτιο του 2017 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Καβάλας αποφασίστηκε να παραχωρηθεί από τον Δήμο Καβάλας το κτίσμα ενός ερειπωμένου μεντεσέ, αφού πρώτα ενταχθεί σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα και το υπάρχον κτίσμα ανακατασκευαστεί εξαρχής και προσαρμοστεί στις ανάγκες του Συλλόγου. Το αποτέλεσμα δικαιώνει και τον πιο δύσπιστο. Το νέο κτίσμα που από την Κυριακή το μεσημέρι φιλοξενεί και επίσημα το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού είναι ένα πραγματικό κόσμημα για την πόλη που τιμάει τη μνήμη και την ιστορία. Το ξύλο και η πέτρα έδεσαν αρμονικά με το περιβάλλον, ενώ ολόκληρο το κτηριακό συγκρότημα αναβάθμισε σημαντικά την περιοχή δίπλα στις Καμάρες.
Τα κλειδιά των προγονικών σπιτιών και η κοτσίδα της προσφυγοπούλας που την κούρεψαν στο λοιμοκαθαρτήριο
Το νέο πλέον Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού φιλοξενεί πάνω από 1000 κειμήλια - αντικείμενα: έπιπλα, ενδύματα, εικόνες, κεντήματα, εκκλησιαστικά είδη, αντικείμενα οικιακής χρήσης κλπ. μέχρι και «ασήμαντα» αντικείμενα με μεγάλο όμως συναισθηματικό φορτίο, όπως είναι τα κλειδιά των παλιών πατρογονικών σπιτιών, η κοτσίδα της προσφυγοπούλας που την κούρεψαν τότε στο λοιμοκαθαρτήριο κ.ά. Επίσης, διαθέτει μεγάλο πλούτο προσφυγικών εγγράφων και φωτογραφιών, οπτικοακουστικό υλικό με συνεντεύξεις προσφύγων της 1ης και 2ης γενιάς, παλιά βιβλία κ.ά.
«Σε εποχή γενικευμένης οικονομικής δυσπραγίας», σημειώνει η κ. Τσίγκου, «μια πρόταση - προσφορά όπως αυτή του Δήμου Καβάλας για την παραχώρηση ενός χώρου να στεγαστεί η πολύτιμη αυτή συλλογή κειμηλίων αποτελεί ευτυχή συγκυρία και δε θα ήταν σώφρον να την απορρίψουμε. Έτσι, κρατάμε ζωντανές τις μνήμες από τις πατρίδες της Ανατολής, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, τον αγώνα των προγόνων μας να ριζώσουν στη νέα πατρίδα τους».
«Ένας χώρος που βοηθά να τιμηθεί η κληρονομιά των προσφύγων»
Ο επίλογος από το εκτενές άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μνήμη» του Συλλόγου Μικρασιατών το Σεπτέμβριο του 2013 με τίτλο: «Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού» της Καβάλας: Μια αξιέπαινη συλλογική πρωτοβουλία» της μουσειολόγου Μαριάννας Τσέλιου, διδάκτωρ του Πανεπιστήμιου Λέστερ και στέλεχος του Τμήματος Μουσειακών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου είναι χαρακτηριστικό της σπουδαιότητας και των μνημάτων που στέλνει η δημιουργία του:
«Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού είναι μια πρωτοβουλία που μόνο θετικό πρόσημο μπορεί να έχει. Όταν η κοινωνία υφίσταται τέτοια κρίση, της οποίας πρώτα θύματα αποτελούν η παιδεία και ο πολιτισμός, μόνο αισιόδοξες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τέτοιες πολιτιστικές ενέργειες. Εκεί που η πολιτεία και το κράτος υστερούν και αδυνατούν να συνεισφέρουν, το μεράκι και η δημιουργικότητα των τοπικών κοινοτήτων έρχεται να συμπληρώσει το κενό. Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού είναι ένας χώρος που έλειπε, ένας χώρος που βοηθά στο να τιμηθεί και να προστατευτεί η κληρονομιά των προσφύγων που χωρίς τη θέλησή τους άφησαν τις πατρίδες τους και εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα, ένας χώρος που έχει όλες τις δυνατότητες να αποτελέσει τον πυλώνα μιας πιο αποτελεσματικής διδασκαλίας του θέματος της προσφυγιάς του τότε αλλά και του σήμερα.[...] Μακάρι το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού να αγκαλιαστεί από το κοινό της Καβάλας, για τον σεβασμό που επιδεικνύει απέναντι στην προσφυγική ιστορική μνήμη, για την εκπαιδευτική του αξία, μα πάνω από όλα γιατί είναι μια αξιόλογη συλλογική προσπάθεια που πρέπει να λειτουργήσει ως παράδειγμα, ειδικά στους καιρούς που ζούμε».
ΑΠΕ
Στη μακρά προσφυγική ιστορία της Καβάλας, εκείνοι οι πρόσφυγες, που αναζητούσαν καταφύγιο το βράδυ του Φεβρουαρίου του 2016, είχαν πολλά κοινά στοιχεία με κάποιους άλλους πρόσφυγες. Πρόσφυγες που κατέφθασαν στην πόλη δεκάδες χρόνια πριν, το 1922 και αποβιβάστηκαν στο ίδιο λιμάνι. Όσοι από αυτούς έμειναν για πάντα εκεί, αντίκρισαν τη νέα τους πατρίδα. Οι υπόλοιποι μετακινήθηκαν προς άλλους προσφυγικούς οικισμούς στην ενδοχώρα.
Μπορεί οι πρόσφυγες του 2016 να μην αντίκρισαν μέσα από τα λεωφορεία τον άνυδρο, μικρό και φτωχό ξερότοπο, που πρωτοείδαν εκείνοι του 1922 (και τους προκάλεσε μεγάλη θλίψη, αφού άφησαν πίσω τους έναν πλούσιο και κοσμοπολίτικο τόπο), ωστόσο οι ανάγκες τους ήταν ίδιες.
Σήμερα, 96 χρόνια μετά την αποβίβαση των χιλιάδων προσφυγών στο λιμάνι της Καβάλας από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο και μόλις τρία χρόνια από την αποβίβαση εκείνων των χιλίων προσφύγων, που άφησαν πίσω τις δικές τους πατρίδες, ένας χώρος θυμίζει πλέον σε όλους την πικρή και δύσκολη αλήθεια αυτών των ανθρώπων. Θυμίζει όσα άφησαν πίσω τους και όσα έφεραν μαζί τους.
Η παρουσία εκατοντάδων ανθρώπων στα εγκαίνια του νέου κτιρίου που παραχώρησε ο Δήμος Καβάλας, για να στεγάσει το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, καταδεικνύει περίτρανα ότι η προσφυγιά είναι ένα θέμα που αγγίζει όλους. Όσους προέρχονται από προσφυγικές οικογένειες, όσους έζησαν δίπλα σε πρόσφυγες και μοιράστηκαν την ίδια πόλη, όσους είδαν τη ζωή και την κοινωνία τους να μεταβάλλεται από την παρουσία των προσφύγων.
Το κτίριο που στεγάζει το μουσείο βρίσκεται κοντά σ’ ένα από τα εμβληματικότερα μνημεία της Καβάλας, τις Καμάρες - το μεσαιωνικό υδραγωγείο- και σε αυτό φιλοξενήθηκαν δεκάδες οικογένειες προσφύγων και απόγονοι εκείνων των οικογενειών όταν ήρθαν στην Καβάλα το 1922.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι στην ξεχωριστή γιορτή των εγκαινίων, τη γεμάτη μνήμες, ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε η ανάγνωση μιας μαρτυρίας, προερχόμενης από μια κυρία που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στο κτίσμα, που σήμερα όχι μόνο διασώζει ένας μέρος της ιστορίας αλλά στέλνει πολλαπλά μηνύματα σε όσους πιστεύουν ότι το προσφυγικό ζήτημα δεν τους άφορα.
«Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος»
Μια τυπωμένη προκήρυξη με ημερομηνία 12 Μαΐου 1923 της τοπικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων "Προς τους εν Καβάλλα διαμένοντας πρόσφυγας" έγραφε μεταξύ άλλων πολύ ενδιαφέροντων στοιχείων:
«Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
Όσοι μένετε στις καπναποθήκες πρέπει να φύγετε το γρηγορώτερο, γιατί τώρα το καλοκαίρι με τες ζέσταις θα πέσουν αρρώστειες.
Όσοι είναι Γεωργοί πρέπει να πάνε στα τούρκικα χωριά όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν.
Οι Θαλασσινοί, Περάμιοι και Γανοχωρίτες πρέπει να πάνε στας Ελευθεράς. Η κυβέρνησις μας έστειλε 400 χιλ. δραχμάς για να κτισθούν τα σπίτια των Ελευθερών και θα μας δώση και καΐκια για να μεταφέρετε τα πράγματά σας. [...]
Εις το τέλος του μηνός όσοι μένουν στες Καπναποθήκες θα διαγραφούν από τους καταλόγους της Περιθάλψεως και δεν θα παίρνουν ούτε αλεύρι, ούτε ψωμί, ούτε τίποτε.
Από τις 10 Ιουνίου θ’ αρχίσωμε με τη βία και με την Αστυνομία να αδειάζωμε τες Καπναποθήκες. [...]».
Η Επιτροπή λοιπόν επισημαίνει επιτακτικά ότι η Καβάλα «πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος». Πόσος άραγε; Η πρώτη, ατελής απογραφή των αστών προσφύγων έγινε το καλοκαίρι του 1923, αλλά τα στοιχεία της Καβάλας παραμένουν άγνωστα. Το Νοέμβριο του 1924 ο υπουργός Μπακάλμπασης δήλωνε ότι «υπάρχουν σήμερον εντός της Καβάλλας 60.000 πρόσφυγες και τα ατμόπλοια εξακολουθούν να αποβιβάζουν. Πού βαίνομεν αδυνατώ να προΐδω». Λίγο αργότερα ο ανταποκριτής της δραμινής εφημερίδας «Θάρρος» στην Καβάλα και η καβαλιώτικη εφημερίδα «Κήρυξ» έγραφαν ότι την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής η πόλη συγκέντρωνε 75.000 κατοίκους.
«Η μετακίνηση του προσφυγικού πληθυσμού της Καβάλας στην αγροτική ενδοχώρα», σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο ιστορικός συγγραφέας και πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Κυριάκος Λυκουρίνος, «ήταν μόνιμο αίτημα των αρχών και του τύπου της πόλης από τους πρώτους κιόλας μήνες. Όπως είναι ευνόητο, με τον ερχομό χιλιάδων ανθρώπων η πόλη δέχτηκε έναν ισχυρό κλονισμό. Σε όλα τα σημεία της, ακόμη και στα κεντρικότερα, φύτρωσαν σκηνές και άθλια παραπήγματα. Οι καπναποθήκες, τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα τζαμιά κατακλύστηκαν από πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να αποδιοργανωθεί η οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι γηγενείς νοικοκυραίοι είδαν την ανθρώπινη δυστυχία να σκιάζει την καθημερινότητά τους, φοβήθηκαν το ετερόκλητο πλήθος των ξένων, τη βρωμιά και τις αρρώστιες τους. Οι αστοί είδαν την εξαθλιωμένη προσφυγιά να καταλαμβάνει τις λέσχες, τα κέντρα διασκέδασης, τα ξενοδοχεία, τους κινηματογράφους, όλους τους δημόσιους χώρους ακόμη και τα σπίτια τους. Οι φτωχοί ένιωσαν αδικημένοι, καθώς είδαν την κρατική μέριμνα να στρέφεται στους νεοφερμένους. Οι γυναίκες φοβήθηκαν ότι οι νόστιμες προσφυγοπούλες θα "κλέψουν" τους άνδρες και τα παιδιά τους. Την ίδια ώρα οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον εφιάλτη που έζησαν και αναζητούσαν απεγνωσμένα τα απολύτως αναγκαία όπως την ανύπαρκτη στέγη, το λιγοστό νερό, τα υπερτιμημένα τρόφιμα, τα ρούχα για να καλύψουν τη γύμνια τους, τα απαραίτητα φάρμακα».
Η σύσταση του Μουσείου, ένα έργο δύσκολο
Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού, στο νέο κτίριο όπου φιλοξενείται πλέον, μπορεί να είναι μικρό, αλλά φανερώνει το μεγαλείο του προσφυγικού ελληνισμού παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για το μακρύ ταξίδι των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία προς τη Μητέρα Ελλάδα.
Όπως εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η σημερινή πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Σοφία Τσίγκου, «τον Μάρτιο του 2009 ο Σύλλογος Μικρασιατών μας έλαβε την απόφαση δημιουργίας στην Καβάλα ενός "μουσείου μνήμης" για τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής, για τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, για τον αγώνα των προγόνων τους να ριζώσουν στη νέα πατρίδα τους και να αρχίσουν μια νέα ζωή. Έτσι, με την πρωτοβουλία των μετέπειτα εφόρων του Μουσείου, άρχισε η αναζήτηση κειμηλίων και κάθε λογής αντικειμένων, που είτε προήλθαν από τις παλιές πατρίδες είτε αποκτήθηκαν εδώ στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων στην Καβάλα και στην ευρύτερη περιοχή της».
«Το έργο της συλλογής ήταν δύσκολο», συνεχίζει η κ. Τσίγκου, «καθώς οι δωρητές ήταν συναισθηματικά δεμένοι με τα προγονικά κληροδοτήματα και δυσκολεύονταν να τα αποχωριστούν. Άλλοι πάλι δεν είχαν πειστεί για τη σοβαρότητα της προσπάθειάς μας. Με τον καιρό όμως διαλύθηκαν οι επιφυλάξεις και άρχισε να συγκεντρώνεται ένας πραγματικός πλούτος. Τα αντικείμενα αρχικά φυλάσσονταν σε νοικιασμένες αποθήκες μέχρι τη στιγμή που ένα μέλος του Συλλόγου παραχώρησε το πατρικό της σπίτι για το σκοπό αυτό».
Έτσι, βήμα - βήμα, μέσα σε τέσσερα χρόνια, αθόρυβα και συστηματικά στήθηκε το «Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού» της Καβάλας.
Τον Μάρτιο του 2017 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Καβάλας αποφασίστηκε να παραχωρηθεί από τον Δήμο Καβάλας το κτίσμα ενός ερειπωμένου μεντεσέ, αφού πρώτα ενταχθεί σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα και το υπάρχον κτίσμα ανακατασκευαστεί εξαρχής και προσαρμοστεί στις ανάγκες του Συλλόγου. Το αποτέλεσμα δικαιώνει και τον πιο δύσπιστο. Το νέο κτίσμα που από την Κυριακή το μεσημέρι φιλοξενεί και επίσημα το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού είναι ένα πραγματικό κόσμημα για την πόλη που τιμάει τη μνήμη και την ιστορία. Το ξύλο και η πέτρα έδεσαν αρμονικά με το περιβάλλον, ενώ ολόκληρο το κτηριακό συγκρότημα αναβάθμισε σημαντικά την περιοχή δίπλα στις Καμάρες.
Τα κλειδιά των προγονικών σπιτιών και η κοτσίδα της προσφυγοπούλας που την κούρεψαν στο λοιμοκαθαρτήριο
Το νέο πλέον Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού φιλοξενεί πάνω από 1000 κειμήλια - αντικείμενα: έπιπλα, ενδύματα, εικόνες, κεντήματα, εκκλησιαστικά είδη, αντικείμενα οικιακής χρήσης κλπ. μέχρι και «ασήμαντα» αντικείμενα με μεγάλο όμως συναισθηματικό φορτίο, όπως είναι τα κλειδιά των παλιών πατρογονικών σπιτιών, η κοτσίδα της προσφυγοπούλας που την κούρεψαν τότε στο λοιμοκαθαρτήριο κ.ά. Επίσης, διαθέτει μεγάλο πλούτο προσφυγικών εγγράφων και φωτογραφιών, οπτικοακουστικό υλικό με συνεντεύξεις προσφύγων της 1ης και 2ης γενιάς, παλιά βιβλία κ.ά.
«Σε εποχή γενικευμένης οικονομικής δυσπραγίας», σημειώνει η κ. Τσίγκου, «μια πρόταση - προσφορά όπως αυτή του Δήμου Καβάλας για την παραχώρηση ενός χώρου να στεγαστεί η πολύτιμη αυτή συλλογή κειμηλίων αποτελεί ευτυχή συγκυρία και δε θα ήταν σώφρον να την απορρίψουμε. Έτσι, κρατάμε ζωντανές τις μνήμες από τις πατρίδες της Ανατολής, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, τον αγώνα των προγόνων μας να ριζώσουν στη νέα πατρίδα τους».
«Ένας χώρος που βοηθά να τιμηθεί η κληρονομιά των προσφύγων»
Ο επίλογος από το εκτενές άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μνήμη» του Συλλόγου Μικρασιατών το Σεπτέμβριο του 2013 με τίτλο: «Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού» της Καβάλας: Μια αξιέπαινη συλλογική πρωτοβουλία» της μουσειολόγου Μαριάννας Τσέλιου, διδάκτωρ του Πανεπιστήμιου Λέστερ και στέλεχος του Τμήματος Μουσειακών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου είναι χαρακτηριστικό της σπουδαιότητας και των μνημάτων που στέλνει η δημιουργία του:
«Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού είναι μια πρωτοβουλία που μόνο θετικό πρόσημο μπορεί να έχει. Όταν η κοινωνία υφίσταται τέτοια κρίση, της οποίας πρώτα θύματα αποτελούν η παιδεία και ο πολιτισμός, μόνο αισιόδοξες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τέτοιες πολιτιστικές ενέργειες. Εκεί που η πολιτεία και το κράτος υστερούν και αδυνατούν να συνεισφέρουν, το μεράκι και η δημιουργικότητα των τοπικών κοινοτήτων έρχεται να συμπληρώσει το κενό. Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού είναι ένας χώρος που έλειπε, ένας χώρος που βοηθά στο να τιμηθεί και να προστατευτεί η κληρονομιά των προσφύγων που χωρίς τη θέλησή τους άφησαν τις πατρίδες τους και εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα, ένας χώρος που έχει όλες τις δυνατότητες να αποτελέσει τον πυλώνα μιας πιο αποτελεσματικής διδασκαλίας του θέματος της προσφυγιάς του τότε αλλά και του σήμερα.[...] Μακάρι το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού να αγκαλιαστεί από το κοινό της Καβάλας, για τον σεβασμό που επιδεικνύει απέναντι στην προσφυγική ιστορική μνήμη, για την εκπαιδευτική του αξία, μα πάνω από όλα γιατί είναι μια αξιόλογη συλλογική προσπάθεια που πρέπει να λειτουργήσει ως παράδειγμα, ειδικά στους καιρούς που ζούμε».
ΑΠΕ
0 commentaires:
Enregistrer un commentaire