Οι διαρροές της δικογραφίας «υπονομεύουν την έρευνα» για το σκάνδαλο της Novartis, σύμφωνα με την επικεφαλής της στην Ελλάδα. Σε αποκλειστική συνέντευξη με την «Κ», στα γραφεία της εταιρείας στη Μεταμόρφωση, η Σουζάνε Κόχουτ εμφανίζεται ιδιαίτερα προβληματισμένη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έχει διαρρεύσει η δικογραφία. Οπως αναφέρει το εξαιρετικά έμπειρο στέλεχος της Novartis, όπου εργάζεται από την ίδρυσή της το 1996, είδαν το φως της δημοσιότητας αποσπάσματα «που θεωρούμε ότι δεν είναι η τελική μορφή της δικογραφίας», στα οποία «περιλαμβάνονται ονόματα ανθρώπων που δεν είχαν καμία ευκαιρία να ενημερωθούν για τους ισχυρισμούς που τους εμπλέκουν και να δώσουν τη δική τους οπτική».
Σε ερώτηση αν αναφέρεται στον Κωνσταντίνο Φρουζή, τον πρώην αντιπρόεδρο της ελληνικής θυγατρικής που διώκεται για δωροδοκία, διευκρινίζει ότι μιλάει κυρίως για τους «σημερινούς μας συνεργάτες», οι οποίοι «είναι περήφανοι που εργάζονται στη Novartis και πρέπει να τους προστατεύσει η εταιρεία». Σχολιάζει μάλιστα τα έγγραφα του FBI που διέρρευσαν, λέγοντας ότι «πολλά από αυτά που αναφέρουν δεν ισχύουν – υπάρχουν σοβαρά λάθη. Πρόκειται μάλλον για πληροφοριοδότες που είχαν ενδεχομένως μια μερική εικόνα, αλλά δεν ήξεραν τα πάντα. Και θεωρούμε ότι πρόκειται για πολύ προκαταρκτικά έγγραφα, που καταγράφουν απλά τους ισχυρισμούς των πληροφοριοδοτών, χωρίς να έχει εξεταστεί ακόμα η εγκυρότητά τους».
«Θα με εξέπληττε...»
Γιατί αποχώρησε ο κ. Φρουζής από την εταιρεία; Τον πιστεύει όταν λέει ότι δεν δωροδόκησε κανέναν; «Κατ’ αρχάς, δεν γνωρίζω τον κ. Φρουζή – ανέλαβα τον περασμένο Μάιο, αρκετά μετά την αποχώρησή του. Δεύτερον, αν έχουν συμβεί αυτά που περιγράφονται στη δικογραφία, αντίκεινται πλήρως στον κώδικα συμπεριφοράς της εταιρείας. Τρίτον, πρακτικά, δεν ξέρω πού θα μπορούσε να βρει τα μετρητά από την εταιρεία για να κάνει αυτά που του καταλογίζουν. Θα με εξέπληττε, συνεπώς, αν έχουν όντως γίνει αυτά», λέει η κ. Κόχουτ, αναφερόμενη στις μαρτυρίες για βαλίτσες και φακέλους με χαρτονομίσματα προς υψηλά πολιτικά πρόσωπα. Σημειώνει ότι στη μακρόχρονη θητεία της στην εταιρεία, δεν θυμάται κάποια περίπτωση πολιτικού που να χρηματίστηκε με αυτόν τον τρόπο. Επισημαίνει επίσης ότι η επίδραση των ελληνικών τιμών στη διεθνή τιμολόγηση των προϊόντων της Novartis είναι «πολύ μικρή» λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς.
Σχετικά με την εσωτερική έρευνα της εταιρείας για τις πρακτικές της στην Ελλάδα, η κ. Κόχουτ αναφέρει ότι ξεκίνησε στα τέλη του 2016, με αφορμή τα δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο. «Απασχολεί αυτή τη στιγμή μεγάλο αριθμό δικηγόρων και άλλων ειδικών, στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ και στη Βασιλεία (σ.σ. έδρα της μητρικής εταιρείας). Επειδή αφορά περισσότερο από μία δεκαετία, και επειδή εξετάζονται οι συναλλαγές μία προς μία και εις βάθος, δεν μπορώ να σας πω πότε θα ολοκληρωθεί». Παρότι διστάζει να σχολιάσει το περιεχόμενο της έρευνας, αναφέρει την εκτίμησή της ότι έως τώρα δεν περιλαμβάνει ευρήματα για παράνομες πληρωμές – «θα είχαμε αντιδράσει άμεσα», λέει. Επαναλαμβάνει δε, για το πιο καυτό ζήτημα: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπήρξαν πληρωμές απευθείας σε πολιτικούς». Προσθέτει, τέλος, ότι η εσωτερική έρευνα πάει πέρα από το 2015, έως και το περασμένο έτος, και ότι, αντίστοιχα, «έχει ζητήσει στοιχεία ώς τα μέσα του 2017» και η κ. Μαρία Παπασπύρου, η γενική επιθεωρήτρια Δημόσιας Διοίκησης.
Γιατί όμως έχει βρεθεί η εταιρεία επανειλημμένως στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης για τις ίδιες παράνομες πρακτικές – ιδιαίτερα στις ΗΠΑ; Μήπως ήταν κεντρική γραμμή το επιθετικό μάρκετινγκ, καθώς τα κέρδη που απέφερε ήταν αρκετά για να υπερκαλύπτουν το κόστος ακόμα και μεγάλων προστίμων; «Oχι. Αν ήταν έτσι, δεν θα δούλευα για αυτήν την εταιρεία. Γιατί πρέπει να μπορώ να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη».
Η κ. Κόχουτ δηλώνει ότι η εταιρεία προσπαθεί να μαθαίνει από τα λάθη της, χρησιμοποιώντας υποθέσεις όπου στελέχη της φέρονται να έδρασαν παράνομα, όπως στη Ν. Κορέα, ως ύλη για ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση σε θέματα δεοντολογίας. «Κατά την τελευταία δεκαετία έχουν αλλάξει πολλά στη φαρμακοβιομηχανία, αναφορικά με τις πολιτικές συμμόρφωσης, τις πολιτικές κατά της δωροδόκησης, τους κώδικες συμπεριφοράς», σημειώνει η Γερμανίδα επικεφαλής της ελληνικής θυγατρικής της Novartis. «Iσως δεν είναι σωστό να κρίνουμε τι συνέβαινε πριν από 20 ή και 10 χρόνια με τον μεγεθυντικό φακό του τι ισχύει σήμερα».
Ο σκοπός της Novartis πλέον στην Ελλάδα και διεθνώς, σύμφωνα με την 58χρονη επικεφαλής της ελληνικής θυγατρικής, είναι η επιχειρηματική της πρακτική να πηγαίνει πέρα από τη συμμόρφωση με την εθνική νομοθεσία, ώστε να μην υπάρχει καμία σκιά για τη δραστηριότητά της. Oπως λέει στην «Κ», ξεκίνησε προ τριετίας μία εσωτερική συζήτηση στη μητρική εταιρεία για το πώς μπορεί να εφαρμοστεί αυτή η νέα στρατηγική.
«Υπάρχει ο κώδικας της EFPIA (σ.σ. της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακοβιομηχανιών και Φαρμακευτικών Ενώσεων), που είναι ενίοτε αυστηρότερος από την τοπική νομοθεσία, και υπάρχει και το σύστημα αξιών της ίδιας της εταιρείας», εξηγεί.
«Καταλήξαμε σε μία σειρά νέων πολιτικών: για παράδειγμα, καταργήθηκε η πρακτική του να καλούμε γιατρούς σε εστιατόρια για να συζητήσουμε για τα προϊόντα μας. Επίσης, καταργήθηκε η χρηματοδότηση συμμετοχής γιατρών σε συνέδρια στο εξωτερικό – δεν είμαστε ταξιδιωτικό γραφείο άλλωστε! Παρέχουμε όμως τη δυνατότητα ζωντανής διαδικτυακής παρακολούθησης. Και καταργήθηκαν τα ταξίδια δημοσιογράφων στο εξωτερικό, αλλά και κάθε είδους δώρα». Oλες αυτές οι αλλαγές, σημειώνει, εφαρμόστηκαν παγκοσμίως κατά τη διετία 2016-17.
Η διεθνής αναθεώρηση των πρακτικών της εταιρείας, ισχυρίζεται η κ. Κόχουτ, δημιουργεί δύσκολα διλήμματα σε μία χώρα που έχει πληγεί από την κρίση, όπως η Ελλάδα: «Μπορεί να μας ζητηθεί να χορηγήσουμε κάποιο διαγνωστικό εργαλείο σε ένα νοσοκομείο, όπου υπάρχουν τρομερές ελλείψεις λόγω λιτότητας. Πλέον, αν γνωρίζουμε ότι ο γιατρός που το ζητάει συνταγογραφεί τα προϊόντα μας, δεν το παρέχουμε. Γενικότερα, τέτοιου είδους αιτήματα για παροχές εξετάζονται πλέον, τα τελευταία δύο τρία χρόνια, πολύ πιο αυστηρά, και χωρίς τη συμμετοχή του εμπορικού τμήματος».
«Εχουν γίνει και λάθη»
Πόσο δύσκολο είναι να αλλάξει η κουλτούρα της εταιρείας, ώστε να διαφοροποιηθεί από τις πιο επιθετικές πρακτικές προώθησης του παρελθόντος; «Είναι ένα ταξίδι», απαντά, στο οποίο «έχουν γίνει και λάθη, και υπάρχει μία προσκόλληση στις μεθόδους του παρελθόντος από κάποιους. Αλλά υπάρχει καλύτερη εποπτεία και περισσότερος διάλογος πλέον, εμπλέκονται περισσότερα άτομα, οπότε τα λάθη αυτά διορθώνονται».
Στεκόμαστε περισσότερο στο ζήτημα της διαφάνειας. Στην Ελλάδα σήμερα, οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να δημοσιοποιούν τις πληρωμές τους για συνέδρια προωθητικού χαρακτήρα αλλά απαγορεύεται να δημοσιοποιούν τις χρηματοδοτήσεις για τα επιστημονικά συνέδρια (όπου τα ποσά είναι σημαντικά μεγαλύτερα).
Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, επικαλούμενος τα προσωπικά δεδομένα των μελών του, είχε επιδιώξει την πλήρη απόκρυψη των ονομάτων. «Σύμφωνα με τον κώδικα της EFPIA, πρέπει να δημοσιοποιούμε όλα αυτά τα ποσά», αναφέρει η κ. Κόχουτ. Είναι υπέρ της αλλαγής της νομοθεσίας ώστε να επιτραπεί η δημοσιοποίηση και των στοιχείων για τα επιστημονικά συνέδρια; «Είμαι πάντα υπέρ της περισσότερης διαφάνειας. Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε. Και νομίζω ότι και για τους γιατρούς, η διαφάνεια θα έπρεπε να είναι ευπρόσδεκτη – επιτρέπει στους ασθενείς να είναι κατάλληλα πληροφορημένοι».
«Στο εξής θα είμαστε λιγότερο αμυντικοί»
Πόσο ανησυχεί ότι το όνομα της εταιρείας –με τους 500 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών 329 εκατ. ευρώ στη χώρα (2016)– θα καταντήσει συνώνυμο της διαφθοράς στην Ελλάδα; Πώς σκοπεύει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα; H κ. Κοχούτ παραδέχεται ότι η υπόθεση έχει «πολιτικοποιηθεί», γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη τη διαχείρισή της. Οι διαρροές, ωστόσο, είχαν ως αποτέλεσμα «να αλλάξουμε στρατηγική – θα είμαστε λιγότερο αμυντικοί από εδώ και πέρα. Πέραν αυτού, θα συνεχίσουμε να δραστηριοποιούμαστε στην ελληνική αγορά και να εξυπηρετούμε τους ασθενείς στην Ελλάδα όπως πριν – δεν τίθεται θέμα συρρίκνωσης της παρουσίας μας. Θα επιμείνουμε στις δραστηριότητες Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης που έχουμε δρομολογήσει και θα επιχειρήσουμε να συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός βιώσιμου συστήματος υγείας στη χώρα».
0 commentaires:
Enregistrer un commentaire