Το 2019 οι Ελληνες αναµένεται να πληρώσουν από την τσέπη τους για φάρµακα περίπου 600 εκατ. ευρώ, ενώ υπάρχουν οικονοµικότερα σκευάσµατα που προσφέρουν το ίδιο θεραπευτικό αποτέλεσµα
Τι θέλει άραγε σε µια Ελλάδα της κρίσης ο Ελληνας ασθενής; Πρόσβαση στα φάρµακα για να θεραπευτεί και, ει δυνατόν, µικρή ή και καθόλου συµµετοχή. Ωστόσο, σε µια εποχή που τα οικονοµικά των νοικοκυριών είναι υπό κατάρρευση, οι Ελληνες ασθενείς εξακολουθούν και πληρώνουν εκατοµµύρια ευρώ από την τσέπη τους για συµµετοχές, τη στιγµή µάλιστα που θα µπορούσαν να τις αποφύγουν.
Είναι ενδεικτικό ότι, σύµφωνα µε τα τρέχοντα δεδοµένα, το 2019 οι Ελληνες ασθενείς αναµένεται να πληρώσουν από την τσέπη τους για φάρµακα συνολικά κοντά στα 600 εκατ. ευρώ. Ενα κόστος που θα επιβαρύνει τις τσέπες των πασχόντων, αλλά είναι µάλλον άσκοπο αν σκεφτεί κανείς ότι ένα σηµαντικό µέρος από το ποσό αυτό θα µπορούσε και να αποφευχθεί.
Περισσότερο από το 40% αυτών των 600 εκατ. ευρώ οφείλεται στην επιλογή και αγορά ακριβότερων ισοδύναµων φαρµάκων, παρόλο που υπάρχουν διαθέσιµα οικονοµικότερα γενόσηµα. Το συνολικό ποσό της συµµετοχής περιλαµβάνει τόσο τη θεσµοθετηµένη συµµετοχή (10% και 25%) όσο και την επιβάρυνση που προκύπτει όταν οι ασθενείς επιλέγουν ακριβότερα πρωτότυπα φάρµακα, ενώ µπορούν να πάρουν οικονοµικότερα γενόσηµα µε το ίδιο θεραπευτικό αποτέλεσµα. Το ποσό αυτής της επιπλέον επιβάρυνσης υπολογίζεται κοντά στα 250 εκατ. ευρώ.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι οι ασθενείς συχνά δεν γνωρίζουν πως θα µπορούσαν να αποφύγουν αυτό το επιπλέον οικονοµικό βάρος εάν επέλεγαν γενόσηµα που έχουν ακριβώς την ίδια δράση όπως τα ακριβότερα πρωτότυπα.
Διαδικασία που κοστίζει ακριβά
Βέβαια, η δυνατότητα που έχουν σήµερα οι Ελληνες πολίτες να επιλέγουν τα φάρµακα της αρεσκείας τους όταν ο γιατρός δεν συνταγογραφεί εµπορική ονοµασία, αναλαµβάνοντας και το ανάλογο κόστος, αποτελεί µάλλον µια δηµοκρατική διαδικασία, η οποία όµως κοστίζει ακριβά. Και φαίνεται ότι το κόστος αυτής της ακριβής επιλογής οφείλεται καθαρά στην έλλειψη ενηµέρωσης. Μιας ενηµέρωσης που θα έπρεπε να αναλάβει η ελληνική πολιτεία, ώστε να µπορέσει να αναδείξει την πραγµατική διάσταση των θεραπειών που είναι σήµερα διαθέσιµες στη χώρα µας.
∆εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης όταν ένα πρωτότυπο φάρµακο χάνει την πατέντα του και δηµιουργούνται γενόσηµα φάρµακα, τα δύο σκευάσµατα λαµβάνουν έπειτα από ένα διάστηµα την ίδια ακριβώς τιµή, ώστε να υπάρχει µια ισορροπία στη αγορά φαρµάκου και να µην επιβαρύνονται οι ασθενείς. Κάτι που είχε συζητηθεί και στο παρελθόν στη χώρα µας, χωρίς µέχρι σήµερα να έχει υλοποιηθεί από καµία κυβέρνηση των τελευταίων ετών.
Και το ζήτηµα είναι ότι η ελληνική πολιτεία θα έπρεπε να είχε ως στόχο τη συγκράτηση και την καθοδήγηση όσο το δυνατόν περισσότερων ασθενών σε οικονοµικές αποτελεσµατικές θεραπείες, αφού µια τέτοια επιλογή θα δηµιουργούσε αυτοµάτως χώρο για την αποζηµίωση νέων καινοτόµων φαρµάκων που έχουν ανάγκη µεγάλες οµάδες ασθενών. Αξιοσηµείωτο είναι ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν ζήσει στο πετσί τους τα τελευταία χρόνια την κατάρρευση του διαθέσιµου εισοδήµατος, χάνοντας πάνω από το 40% αυτού του εισοδήµατος σε σχέση µε τα προ κρίσης επίπεδα. Την ίδια περίοδο, ο µέσος όρος της συµµετοχής για την αγορά φαρµάκων κυµαίνεται πλέον κοντά στο 25%, σε σύγκριση µε το 12% που ήταν το 2012.
Οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας εξακολουθούν να είναι στα ύψη, κάνοντας πολλούς συµπολίτες µας να αναστενάζουν όταν χρειάζονται φάρµακα. Μάλιστα, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι αναγκάζονται να αγοράζουν τα σκευάσµατα που χρειάζονται µε χρήµατα εξ ολοκλήρου από την τσέπη τους, είτε γιατί η γραφειοκρατία θεωρείται χρονοβόρος είτε γιατί θέλουν να αποφύγουν και το κόστος µίας επίσκεψης στον γιατρό για την απαραίτητη συνταγή.
Εκτιµάται ότι το κόστος αυτό είναι άλλα 255 εκατ. ευρώ τα οποία φεύγουν από τις τσέπες των ασθενών. Ιδιωτική και δηµόσια δαπάνη είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου νοµίσµατος, αφού η υποχρηµατοδότηση της δηµόσιας δαπάνης δηµιουργεί πιέσεις στην ιδιωτική.
Αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι τα χρήµατα που διαθέτει η πολιτεία για την αποζηµίωση φαρµάκων από τα ιδιωτικά φαρµακεία και τα φαρµακεία του ΕΟΠΥΥ παραµένουν καθηλωµένα στα 1,945 δισ. ευρώ από το 2016 και αναµένεται να παραµείνουν στο ίδιο επίπεδο έως το 2022. Είναι άλλωστε γνωστό το σύστηµα: Το κράτος διαθέτει αυτό το ποσό και ό,τι καταναλωθεί παραπάνω το καταβάλλουν τόσο οι ασθενείς µέσω των συµµετοχών όσο και οι φαρµακευτικές εταιρείες µε τη µορφή του clawback
ethnos.gr
Τι θέλει άραγε σε µια Ελλάδα της κρίσης ο Ελληνας ασθενής; Πρόσβαση στα φάρµακα για να θεραπευτεί και, ει δυνατόν, µικρή ή και καθόλου συµµετοχή. Ωστόσο, σε µια εποχή που τα οικονοµικά των νοικοκυριών είναι υπό κατάρρευση, οι Ελληνες ασθενείς εξακολουθούν και πληρώνουν εκατοµµύρια ευρώ από την τσέπη τους για συµµετοχές, τη στιγµή µάλιστα που θα µπορούσαν να τις αποφύγουν.
Είναι ενδεικτικό ότι, σύµφωνα µε τα τρέχοντα δεδοµένα, το 2019 οι Ελληνες ασθενείς αναµένεται να πληρώσουν από την τσέπη τους για φάρµακα συνολικά κοντά στα 600 εκατ. ευρώ. Ενα κόστος που θα επιβαρύνει τις τσέπες των πασχόντων, αλλά είναι µάλλον άσκοπο αν σκεφτεί κανείς ότι ένα σηµαντικό µέρος από το ποσό αυτό θα µπορούσε και να αποφευχθεί.
Περισσότερο από το 40% αυτών των 600 εκατ. ευρώ οφείλεται στην επιλογή και αγορά ακριβότερων ισοδύναµων φαρµάκων, παρόλο που υπάρχουν διαθέσιµα οικονοµικότερα γενόσηµα. Το συνολικό ποσό της συµµετοχής περιλαµβάνει τόσο τη θεσµοθετηµένη συµµετοχή (10% και 25%) όσο και την επιβάρυνση που προκύπτει όταν οι ασθενείς επιλέγουν ακριβότερα πρωτότυπα φάρµακα, ενώ µπορούν να πάρουν οικονοµικότερα γενόσηµα µε το ίδιο θεραπευτικό αποτέλεσµα. Το ποσό αυτής της επιπλέον επιβάρυνσης υπολογίζεται κοντά στα 250 εκατ. ευρώ.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι οι ασθενείς συχνά δεν γνωρίζουν πως θα µπορούσαν να αποφύγουν αυτό το επιπλέον οικονοµικό βάρος εάν επέλεγαν γενόσηµα που έχουν ακριβώς την ίδια δράση όπως τα ακριβότερα πρωτότυπα.
Διαδικασία που κοστίζει ακριβά
Βέβαια, η δυνατότητα που έχουν σήµερα οι Ελληνες πολίτες να επιλέγουν τα φάρµακα της αρεσκείας τους όταν ο γιατρός δεν συνταγογραφεί εµπορική ονοµασία, αναλαµβάνοντας και το ανάλογο κόστος, αποτελεί µάλλον µια δηµοκρατική διαδικασία, η οποία όµως κοστίζει ακριβά. Και φαίνεται ότι το κόστος αυτής της ακριβής επιλογής οφείλεται καθαρά στην έλλειψη ενηµέρωσης. Μιας ενηµέρωσης που θα έπρεπε να αναλάβει η ελληνική πολιτεία, ώστε να µπορέσει να αναδείξει την πραγµατική διάσταση των θεραπειών που είναι σήµερα διαθέσιµες στη χώρα µας.
∆εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης όταν ένα πρωτότυπο φάρµακο χάνει την πατέντα του και δηµιουργούνται γενόσηµα φάρµακα, τα δύο σκευάσµατα λαµβάνουν έπειτα από ένα διάστηµα την ίδια ακριβώς τιµή, ώστε να υπάρχει µια ισορροπία στη αγορά φαρµάκου και να µην επιβαρύνονται οι ασθενείς. Κάτι που είχε συζητηθεί και στο παρελθόν στη χώρα µας, χωρίς µέχρι σήµερα να έχει υλοποιηθεί από καµία κυβέρνηση των τελευταίων ετών.
Και το ζήτηµα είναι ότι η ελληνική πολιτεία θα έπρεπε να είχε ως στόχο τη συγκράτηση και την καθοδήγηση όσο το δυνατόν περισσότερων ασθενών σε οικονοµικές αποτελεσµατικές θεραπείες, αφού µια τέτοια επιλογή θα δηµιουργούσε αυτοµάτως χώρο για την αποζηµίωση νέων καινοτόµων φαρµάκων που έχουν ανάγκη µεγάλες οµάδες ασθενών. Αξιοσηµείωτο είναι ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν ζήσει στο πετσί τους τα τελευταία χρόνια την κατάρρευση του διαθέσιµου εισοδήµατος, χάνοντας πάνω από το 40% αυτού του εισοδήµατος σε σχέση µε τα προ κρίσης επίπεδα. Την ίδια περίοδο, ο µέσος όρος της συµµετοχής για την αγορά φαρµάκων κυµαίνεται πλέον κοντά στο 25%, σε σύγκριση µε το 12% που ήταν το 2012.
Οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας εξακολουθούν να είναι στα ύψη, κάνοντας πολλούς συµπολίτες µας να αναστενάζουν όταν χρειάζονται φάρµακα. Μάλιστα, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι αναγκάζονται να αγοράζουν τα σκευάσµατα που χρειάζονται µε χρήµατα εξ ολοκλήρου από την τσέπη τους, είτε γιατί η γραφειοκρατία θεωρείται χρονοβόρος είτε γιατί θέλουν να αποφύγουν και το κόστος µίας επίσκεψης στον γιατρό για την απαραίτητη συνταγή.
Εκτιµάται ότι το κόστος αυτό είναι άλλα 255 εκατ. ευρώ τα οποία φεύγουν από τις τσέπες των ασθενών. Ιδιωτική και δηµόσια δαπάνη είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου νοµίσµατος, αφού η υποχρηµατοδότηση της δηµόσιας δαπάνης δηµιουργεί πιέσεις στην ιδιωτική.
Αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι τα χρήµατα που διαθέτει η πολιτεία για την αποζηµίωση φαρµάκων από τα ιδιωτικά φαρµακεία και τα φαρµακεία του ΕΟΠΥΥ παραµένουν καθηλωµένα στα 1,945 δισ. ευρώ από το 2016 και αναµένεται να παραµείνουν στο ίδιο επίπεδο έως το 2022. Είναι άλλωστε γνωστό το σύστηµα: Το κράτος διαθέτει αυτό το ποσό και ό,τι καταναλωθεί παραπάνω το καταβάλλουν τόσο οι ασθενείς µέσω των συµµετοχών όσο και οι φαρµακευτικές εταιρείες µε τη µορφή του clawback
ethnos.gr
0 commentaires:
Enregistrer un commentaire