Στις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας επανέρχεται η Alpha Bank στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο της περιγράφοντας την αποτυχία της χώρας να δημιουργήσει ένα ελκυστικό περιβάλλον για τις επενδύσεις που θα την οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση και σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η τράπεζα σημειώνει την αδυναμία περιορισμού της αβεβαιότητας, τις αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις αλλά και τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και την αδυναμία υλοποίησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, επισημαίνοντας ότι "αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες που οι επενδύσεις στην Ελλάδα κατέγραψαν τόσο μεγάλη πτώση".
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Alpha Bank, οι επενδύσεις στην Ελλάδα καταγράφουν πτώση 57,2% σωρευτικά την περίοδο 2009-2016. Την ίδια στιγμή, η ιδιωτική κατανάλωση κατρακύλησε 20,9% σωρευτικά την ίδια περίοδο.
Ειδικότερα, η Alpha Bank αναφέρει τα εξής:
"Η αναθεώρηση των στοιχείων του ΑΕΠ των τελευταίων τριών ετών φωτίζει σε μεγάλο βαθμό την επίδραση που είχε η στασιμότητα της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών επί της οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικά το 2016, η ετήσια μεταβολή της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών αναθεωρήθηκε προς τα κάτω σε -0,1%, από +1,4% (προηγούμενη εκτίμηση Μαρτίου 2017), κυρίως λόγω της ενσωματώσεως των αποτελεσμάτων της πρόσφατης Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2016 της ΕΛΣΤΑΤ. Αποτέλεσμα της ανωτέρω προσαρμογής, μεταξύ άλλων, ήταν η αναθεώρηση της αρχικής εκτιμήσεως μηδενικού ρυθμού μεγεθύνσεως της οικονομικής δραστηριότητας για το περασμένο έτος σε -0,2%.
"Η αναθεώρηση των στοιχείων του ΑΕΠ των τελευταίων τριών ετών φωτίζει σε μεγάλο βαθμό την επίδραση που είχε η στασιμότητα της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών επί της οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικά το 2016, η ετήσια μεταβολή της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών αναθεωρήθηκε προς τα κάτω σε -0,1%, από +1,4% (προηγούμενη εκτίμηση Μαρτίου 2017), κυρίως λόγω της ενσωματώσεως των αποτελεσμάτων της πρόσφατης Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2016 της ΕΛΣΤΑΤ. Αποτέλεσμα της ανωτέρω προσαρμογής, μεταξύ άλλων, ήταν η αναθεώρηση της αρχικής εκτιμήσεως μηδενικού ρυθμού μεγεθύνσεως της οικονομικής δραστηριότητας για το περασμένο έτος σε -0,2%.
Στο παρόν δελτίο θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την επίπτωση που είχε η ελληνική δημοσιονομική προσαρμογή συγκριτικά με αυτήν που επιχειρήθηκε στην υπόλοιπη Ευρωζώνη επί της καταναλωτικής και επενδυτικής δαπάνης και κατά συνέπεια επί της οικονομικής δραστηριότητας. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 συνοδεύθηκε από μία ταχεία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών στην Ευρωζώνη οδηγώντας σε κρίση δανεισμού το 2010 στην Ελλάδα και σε ορισμένες ακόμη χώρες μετέπειτα. Σε αντίδραση στην ταχεία άνοδο του λόγου ελλείμματος προς ΑΕΠ εξαιτίας της υφέσεως, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενέκριναν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στο Γράφημα 1, απεικονίζεται με ράβδους η συγκριτική πορεία του ρυθμού μεγεθύνσεως της ελληνικής οικονομίας και της Ζώνης του Ευρώ την τελευταία εξαετία. Παράλληλα, αναπαρίσταται η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής που επεχείρησε η χώρα μετρούμενη με το ύψος του πρωτογενούς ισοζυγίου ως ποσοστό του ΑΕΠ. Θεωρητικά η δημοσιονομική πειθαρχία συμπιέζει την ενεργό ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα σε μεσοχρόνιο ορίζοντα ανάλογα με το ύψος του λεγόμενου δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή με αποτέλεσμα να ενισχύεται η υφεσιακή διαταραχή.
Ωστόσο, η επίπτωση αυτή μετριάζεται ή αντισταθμίζεται σταδιακά με την αύξηση των επενδύσεων, ως αποτέλεσμα της επιστροφής των επιτοκίων δανεισμού σε χαμηλότερα επίπεδα λόγω του περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου του δημοσίου (sovereign risk). Η προσδοκία αυτή επιβεβαιώθηκε σε αρκετές χώρες της Ζώνης του Ευρώ όπως την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Στην Ελλάδα, παρά τη μεγάλη οικειοθελή διαγραφή του δημοσίου χρέους το 2012, τη σημαντική του επιμήκυνση και τη συρρίκνωση των επιτοκίων αποπληρωμής του, ο κίνδυνος χώρας που στο Γράφημα 1 προσεγγίζεται με τη διαφορά αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών κρατικών ομολόγων – παρέμεινε σε όλη τη χρονική περίοδο σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, άνω του 4%. Ως συνέπεια, η χώρα, υπό το βάρος της δημοσιονομικής αφαίμαξης (fiscal drag) και της κλιμακούμενης αβεβαιότητας δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την υπόλοιπη Ευρωζώνη στην έξοδο από την κρίση μετά το 2013. Η σημαντική υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2016 - μέσω πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων - και η καθυστέρηση της αποπληρωμής υποχρεώσεων προς των ιδιωτικό τομέα – συμπίεσαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, περαιτέρω την ιδιωτική κατανάλωση.
Όπως παρατηρούμε στο Γράφημα 2, η Ελλάδα επέτυχε την μεγαλύτερη σε ένταση δημοσιονομική προσαρμογή, αφού το πρωτογενές έλλειμμα του 10,1% του ΑΕΠ το 2009, αντιστράφηκε σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4,2% του ΑΕΠ το 2016. Μικρότερου μεγέθους, αλλά υψηλή δημοσιονομική προσαρμογή ακολούθησαν η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ισπανία.
Η έντονη αυτή δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα συνοδεύθηκε από συρρίκνωση του ΑΕΠ, λόγω κυρίως της μεγάλης υποχωρήσεως της εγχώριας ζητήσεως και σημαντικής αυξήσεως του ποσοστού ανεργίας, με αποτέλεσμα η μεγάλη πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της ιδιωτικής καταναλώσεως. Στις υπόλοιπες χώρες δεν φαίνεται η δημοσιονομική προσαρμογή να είχε τόσο σφοδρή επίπτωση στην ιδιωτική κατανάλωση. Όλες οι χώρες αύξησαν την ιδιωτική κατανάλωση την περίοδο 2009-2016, με εξαίρεση την Ιταλία, στην οποία η κατανάλωση μειώθηκε ελαφρά. Αντίθετα, η υψηλή αβεβαιότητα που συνοδεύθηκε από τα υψηλά ελλείμματα που παρουσίασαν οι χώρες το 2009 είχε έντονη αρνητική επίδραση στο επιχειρηματικό κλίμα. Με εξαίρεση τη Γαλλία, όλες οι χώρες σημείωσαν σημαντική μείωση των επενδύσεων σωρευτικά την περίοδο 2009-2016. Ειδικότερα στην Ελλάδα, η μείωση ήταν ραγδαία και έφθασε το 57,2% σωρευτικά την περίοδο 2009-2016.
Η μεγάλη πτώση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δεν κατέστη ικανός παράγοντας για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Η αδυναμία περιορισμού της αβεβαιότητας, οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων, οι καθυστερήσεις που προέκυπταν ως προς τις αξιολογήσεις των προγραμμάτων προσαρμογής και η αδυναμία ταχείας υλοποιήσεως των μεταρρυθμίσεων αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες που οι επενδύσεις στην Ελλάδα κατέγραψαν τόσο μεγάλη πτώση. Επιπλέον, το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής εξακολουθεί να στηρίζεται υπέρμετρα στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3, παρά τη στασιμότητα της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2016 παρατηρείται μία ιδιαίτερα ισχυρή αύξηση των φόρων επί των προϊόντων. Η υπέρβαση συνεπώς των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων φαίνεται ότι καθιστά την αναπτυξιακή διαδικασία ιδιαίτερα εύθραυστη.
0 commentaires:
Enregistrer un commentaire