του Αλέξανδρου Γιατζίδη, M.D., medlabnews.gr
Aν έχετε δει κάτι ανάλογο τότε υπάρχει πιθανότητα να έχετε κατά 50% αυξημένη χοληστερίνη.
Tα εξογκώματα που παρατηρείτε είναι λίπος που εναποτίθεται γύρω από τα βλέφαρα και λέγονται «ξανθελάσματα».Πρόκειται για συσσωρευμένο λίπος που δημιουργείται όταν η χοληστερίνη σας είναι αυξημένη, συνήθως σε σημαντικά μεγαλύτερα επίπεδα από το φυσιολογικό. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να ενημερώσετε έγκαιρα το γιατρό σας, γιατί η χοληστερίνη που σας δημιούργησε τα ξανθελάσματα, αρχίζει να εναποτίθεται και στα τοιχώματα των αγγείων σας.
Επίσης τέτοια κίτρινες εναποθέσεις μπορεί να παρατηρήσετε στα πόδια, στα χέρια και στην κοιλιά.
Το 50% από αυτό το ποσοστό που έχει υψηλή χοληστερίνη, μπορεί να έχει υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης ή να έχει χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης.
Η χοληστερόλη ή κοινώς χοληστερίνη είναι μια λιπαρή ουσία απαραίτητη στον οργανισμό, που συμμετέχει στη λειτουργία των κυττάρων και των ορμονών.
Όμως η υπερβολική αύξηση της στο αίμα και η εναπόθεσή της στα τοιχώματα των αρτηριών είναι επικίνδυνη, γιατί δημιουργεί αθηρωματοσκλήρυνση.
Ένα μεγάλο μέρος της χοληστερόλης παράγεται από τον ίδιο τον οργανισμό, στο συκώτι. Επιπλέον, προσλαμβάνουμε χοληστερόλη και από ορισμένα τρόφιμα, όπως τα αυγά, το κρέας, τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η αύξηση της χοληστερόλης στο αίμα αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία της στεφανιαίας νόσου, δηλαδή της στηθάγχης και του εμφράγματος. Η υπερχοληστερολαιμία μαζί με το κάπνισμα, την υπέρταση και το σακχαρώδη διαβήτη αποτελούν τους 4 μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου για τη στεφανιαία νόσο. Είναι οι τέσσερις δήμιοι της καρδιάς.
Η χοληστερόλη εναποτίθεται στα τοιχώματα των αγγείων, ιδίως των στεφανιαίων αγγείων της καρδιάς, σχηματίζοντας την αθηρωματική πλάκα, με συνέπεια:
- την ελάττωση του εύρους των αρτηριών
- τη μείωση της παροχής αίματος στον μυϊκό ιστό της καρδιάς,
- το σχηματισμό θρόμβων και αποφράξεων των στεφανιαίων αγγείων, με αποτέλεσμα την εκδήλωση εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Οι διαταραχές της χοληστερόλης και των λιποπρωτεινών μπορεί να οφείλονται σε κληρονομικούς ή σε διατροφικούς παράγοντες, που είναι και οι πιο συχνοί.
Διαβάστε επίσης
0 commentaires:
Enregistrer un commentaire