«H ζωή που είχα αφήσει»
Ένας νέος άνθρωπος, ένας πωλητής της «σχεδίας», ο Νίκος Σέρβος, στο τεύχος #49 του περιοδικού (Ιούνιος 2017) αφηγούνταν περιστατικά από τη ζωή του στο δρόμο, μοιραζόταν σκέψεις και διατράνωνε την επιθυμία να συνεχίσει να χαμογελά και να υπάρχει.
«Είναι στιγμές που θες να φωνάξεις, να διαμαρτυρηθείς και ν΄αλλάξεις ανθρώπους, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Την κοινωνία ολάκερη. Κι απλά κάθεσαι, παρατηρείς και σκέφτεσαι.
"Ω, σκέψη, πού με παρασύρεις;" αναρωτιέσαι. Στο παρελθόν; Στο μέλλον; Δεν τα πειράζεις αυτά, δεν αλλάζουν. Τώρα ζω, σήμερα. Και τι να κάνω; Απλά γράφω σκέψεις περίεργες στο χαρτί. Περίεργος κι εγώ μια ζωή, στην πράξη. Άλλωστε, ο δρόμος της περιέργειας οδηγεί στο παλάτι της σοφίας.
Κι εγώ σοφός; Μάλλον πλούσιος σ’ εμπειρίες που βαραίνουν το νου και τη ψυχή. Άχρηστες μπροστά σ’ αδιάφορους, απίστευτες μπροστά σε άπιστους Θωμάδες. Κι εγώ; Αόρατος μπροστά σε ζωντανούς. Και γνωριμίες πλούσιες. Καθηγητές κι εθισμένοι, βουλευτές και χαμένοι ιερείς και κολασμένοι.
Και λες: "Προλαβαίνω στα τριάντα πέντε ν’ αλλάξω". Δεν αλλάζει ο κόσμος με μιας. Εγώ αλλάζω. Κι αν αλλάξω εγώ, θα έχει αλλάξει και ένα μικρό κομμάτι του κόσμου. Φοράς το γιλέκο και ελπίζεις. Άδικα; Μήπως είναι καλύτερα να πάρω τη "μαλακία" που πουλάω και να ψοφήσω στο παγκάκι μου; Ένα παγκάκι που άνθρωποι έφτιαξαν κι άνθρωποι κάθονται, κοιμούνται, ζουν.
Άνθρωποι, κοινωνία, ο κόσμος. Ένας κόσμος που είχα ξεχάσει. Μήνες κλεισμένος –απομονωμένος εκούσια από επιλογή ενός άρρωστου μυαλού– σ’ ένα παρατημένο κτίριο, πνιγμένος από καταθλίψεις, ενοχές και βιβλία. Τροφές για σκέψεις και το κορμί μισό. Σαράντα κιλά, άπλυτο, αξύριστο, απεχθές. Ούτε για συσσίτιο όρεξη πια. Και μια φωνή βγαλμένη από το πιο βαθύ πηγάδι της κόλασης, όταν από περιέργεια δοκιμάζεις να μιλήσεις με τον εαυτό σου. Ν’ αναρωτηθείς: "Πέθανα; Με ξέχασε ο Θεός εδώ κάτω; Γιατί δεν με βλέπει κανείς; Δεν μου μιλάει κανείς; Υπάρχω;". Δύσκολο το "περιθώριο". Όχι, δεν ήθελα να υπάρχω, τότε. Σήμερα;
Σήμερα, άλλοι δεν θέλουν να υπάρχω. Θέλω εγώ, όμως. Εγώ, ο χωρίς Ε9, χαμογελάω και προχωρώ σε πείσμα όλων. Εγώ, ο βρομιάρης, άστεγος, ο σπουδαγμένος με βιογραφικό και μια βιβλιοθήκη στο μυαλό.
Και μια πεζοπορία Αθήνα-Κυλλήνη για να βρω δουλειά, μακριά από την πόλη, με τον φράτε Λεόνε συνοδοιπόρο. Και βρήκα έναν Θεό που μαλάκωνε τις πέτρες να ξαπλώσω, που πλάταινε τα δέντρα για να χαίρομαι τη σκιά τους, που έστελνε σπουργίτια και άσπρες πεταλούδες για συντροφιά μου κάθε ξημέρωμα. Κι έκανε τον ήλιο να μου χαμογελά. Θυμόμουν τον πατέρα μου να παίρνει τη γάιτα και ν’ ανοίγεται στη λιμνοθάλασσα, νύχτα ακόμα, να ψαρέψει.
Απορούσα τότε. Τώρα ξέρω, πατέρα. Εκεί βλέπεις τον πλάστη, κάθε πρωί, από την αρχή να χτίζει. Θυμήθηκα και γύρισα. Γιατί; Αξίζει, ρε Νικόλα;
Αξίζω, αξίες. Ποιες, γιατί και για ποιον; Και τελικά τι ζητάω; Άλλη μια εμπειρία να ζήσω; Άλλο ένα βιβλίο να ταξιδέψω; Άλλη μια καλημέρα να πω; Άλλη μια "σχεδία" να πουλήσω;»...
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Νίκου εδώ: shedia.gr
0 commentaires:
Enregistrer un commentaire