Συντάκτης: Αλέξανδρος Γιατζίδης, M.D., medlabnews.gr
Μία περιοχή του οργανισμού που διατρέχει μεγάλο κίνδυνο κατάγματος, από οστεοπόρωση, είναι ο καρπός μας. Είτε αριστερό είτε δεξί αντιβράχιο μπορούν να υποστούν κάταγμα με πολύ απλό τρόπο, αναίτια, αν η οστεοπόρωση έχει προχωρήσει ιδιαίτερα.
Τα κατάγματα του κάτω πέρατος της κερκίδος είναι από τα πλέον συχνά στο ανθρώπινο σώμα. Συνηθίζεται να ονομάζονται κατάγματα Colles,από το όνομα του ιατρού του 18ου αιώνα που πρώτος περιέγραψε μια κατηγορία των καταγμάτων αυτών.
Η συχνότητα εμφανίσεως τους είναι σύμφωνα με διεθνείς αναφορές 2.5 κατάγματα ανά 1000 κατοίκους. Οι γυναίκες μέσης και μεγάλης ηλικίας έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να υποστούν τα κατάγματα αυτά, καθώς η οστεοπόρωση που εμφανίζουν καθιστούν τα οστά περισσότερο ευαίσθητα
Τα κατάγματα της κερκίδος αποτελούν σημαντικές κακώσεις καθώς η πώρωση τους σε πλημμελή θέση οδηγεί σε απώλεια της λειτουργικότητας του χεριού καθώς εμφανίζεται πόνος, δυσκαμψία και μείωση της δύναμης του χεριού. Σημαντικότερη είναι η επίπτωση στις περιπτώσεις των ψευδαρθρώσεως των καταγμάτων αυτών.
Η διεργασία που διατηρεί αφενός τη φυσιολογική δομή και σύσταση του ώριμου οστίτη ιστού και αφετέρου την ομοιοστασία του ασβεστίου του οργανισμού, είναι η ανακατασκευή ή οστική αναδόμηση. Παρά το ότι είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι κάτι τόσο σκληρό και δυνατό όπως το οστό είναι μια ουσία στερεά και σταθερή, στην πραγματικότητα είναι ένας ιστός που μεταβάλλεται σταθερά. ∆εν αποτελείται από μια μοναδική ουσία. Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι οστού:
Το ινώδες οστό (δοκιδώδες ή πορώδες) είναι η σπογγώδης, μεταβολικά ενεργός εσωτερική ουσία η οποία περιλαμβάνει περίπου το 20% ολόκληρου του σκελετού και αποτελείται από δοκίδες. Αυτές χρησιμεύουν ως χώρος αποθήκευσης των κρυστάλλων ασβεστίου και φωσφόρου.
Το φλοιώδες οστό, που ονομάζεται επίσης και συμπαγές, αποτελεί το υπόλοιπο 80% το λεπτότερο, μαλακότερο εξωτερικό περίβλημα. Αιμοφόρα αγγεία και νεύρα διαπερνούν τον οστέινο ιστό ο οποίος εμποτίζεται με μέταλλα, κυρίως ασβέστιο και φώσφορο.
Μετά την ηλικία περίπου των 30 ετών, η ισορροπία αυτή διαταράσσεται προς την πλευρά της οστικής απορρόφησης, με αποτέλεσμα να καταγράφεται μία απώλεια οστικής μάζας ίση με 3% με 5% ανά δεκαετία, και με δυνητική εγκατάσταση οστεοπόρωσης. Η οστική αυτή απώλεια αφορά όχι μόνο στη μείωση του αριθμού των οστικών δοκίδων του σπογγώδους οστού, αλλά και στην ελάττωση του πάχους τους και στη διαταραχή της αρχιτεκτονικής του. Η απώλεια αυτή είναι σαφώς μεγαλύτερη στις γυναίκες, στις οποίες σχεδόν τριπλασιάζεται στα πρώτα 10 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση, για να επιστρέψει στο ρυθμό του 0,4% κάθε έτος μετά από αυτά.
Τα οστά του αντιβραχίου περιέχουν περισσότερο σπογγώδες οστό όσο πλησιάζουμε προς τον καρπό ενώ κεντρικότερα αποτελούνται από περισσότερο φλοιώδες οστό.
Κάνοντας λοιπόν οστική μέτρηση στα οστά του αντιβραχίου μπορούμε να διαπιστώσουμε την κατάσταση και του φλοιώδους και του σπογγώδους οστού. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας του αντιβραχίου είναι η πιο αξιόπιστη εξέταση σε γενικευμένη οστεοπόρωση και από την εξέταση της σπονδυλικής στήλης και από την εξέταση του ισχίου. Αυτό συμβαίνει γιατί η εξέταση της σπονδυλικής στήλης επηρεάζεται πάρα πολύ από τα άλατα που μπορεί να υπάρχουν στους σπονδύλους (οστεόφυτα) και από την παραμόρφωση των σπονδύλων είτε από τα μικροκατάγματα της οστεοπόρωσης είτε από σκολίωση. Το ίδιο επηρεάζεται η εξέταση στο ισχίο που και σε αυτό επικάθονται οστεόφυτα και πολλές φορές ο ασθενής δεν μπορεί να το ανοίξει σωστά λόγω πόνων το πόδι του, όπως πρέπει, για να γίνει σωστά η εξέταση.
Από την άλλη είναι η πιο παραμελημένη εξέταση στην οστεοπόρωση επειδή η πλειοψηφία των μηχανημάτων που είναι εγκατεστημένα στην χώρα μας δεν έχουν την δυνατότητα να κάνουν αυτήν την εξέταση.
Για να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε σε τι κατάσταση είναι τα οστά του αντιβραχίου η πιο ενδεικτική εξέταση είναι η μέτρηση οστικής πυκνότητας του αντιβραχίου.
Η μέτρηση οστικής πυκνότητας του αντιβραχίου δεν χρειάζεται προετοιμασία.
H εξέταση γίνεται σε όλο το μήκος του αντιβραχίου και συγκεκριμένα από την κερκιδoωλενική εντομή και κεντρικά. H μέτρηση γίνεται και στην κερκίδα και στην ωλένη. Υπολογίζεται η οστική πυκνότητα στο ύψος της κερκιδοωλενικής εντομής (σπογγώδες οστούν) και στο 1/3 του αντιβραχίου (φλοιώδες οστούν) καθώς και σε ενδιάμεσες περιοχές (σπογγώδες και φλοιώδες οστούν).
H μέτρηση, αν δεν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, πρέπει να γίνεται πάντα στο μη επικρατούν χέρι του ασθενούς, δηλαδή σε δεξιόχειρα άτομα να γίνεται στο αριστερό χέρι.
H άμεση μελέτη του αντιβραχίου επιτρέπει την ανίχνευση της πρώιμης εμμηνοπαυσιακής οστικής απώλειας και τη δυνατότητα ισχυρής πρόβλεψης κατάγματος του αντιβραχίου.
Είναι πολύ σημαντικό να γίνεται έλεγχος οστικής πυκνότητας στο αντιβράχιο, μια περιοχή που επηρεάζεται πάρα πολύ από την οστεοπόρωση και παθαίνει πολύ εύκολα κατάγματα. Βλέποντας πόσο προχωρημένη είναι η οστεοπόρωση σε αυτό το σημείο ο γιατρός μπορεί να ενισχύσει την θεραπευτική αγωγή για να δυναμώσει σε αυτό το σημείο την αντοχή των οστών. Επίσης έχοντας αυτήν την γνώση χρειάζεται να προσέξουμε ιδιαίτερα στην περίπτωση που ασκούμαστε ή κάνουμε βαράκια.
ΠΗΓΗ: Α. Γιατζίδης, Ξ. Τσούκαλης, Β. Σκουτέλας, Η μετρήση οστικής πυκνότητας με την μέθοδο DEXA, 1996, MEDLAB IATΡΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
0 commentaires:
Enregistrer un commentaire